Πόσο εύκολο είναι να γίνεις φίλος με ένα ψαράκι! Δεν σε ενοχλεί ποτέ και δεν θυμάται όλες εκείνες τις φορές που το ενόχλησες εσύ, επίτηδες ή κατά λάθος. Ένας αληθινά πιστός φιλαράκος που δεν χάνεται ποτέ όταν τον έχεις ανάγκη, ακόμη κι αν μοιάζει να σπρώχνει το γυαλί απεγνωσμένα! Πάντα πρόθυμος να ακούσει σιωπηλά, υπομονετικά και με κατανόηση το πρόβλημά σου χωρίς να κρατήσει ποτέ "μούτρα" για την ιδιαίτερη συμπεριφορά σου!
Κι αν, έτσι από τύχη, είσαι ποτέ το ίδιο σιωπηλός μαζί του, ίσως να νιώσεις βαθιά μέσα σου τις ιστορίες που σου ψιθυρίζει.

Από καρδιά σε καρδιά...




Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Οι δύο κάμπιες



Μια φορά κι έναν καιρό, πάνω σ’ ένα ψηλό πλατύφυλλο δέντρο, ζούσαν δύο κάμπιες. Ήταν πολύ μικρούλες όταν γνώρισαν η μια την άλλη και ξεκίνησαν μαζί να  ανακαλύπτουν τον θαυμάσιο κόσμο τους.
-          «Θέλω να γίνω μεγαλύτερη και δυνατότερη», είπε η μία κάμπια στην φίλη της.
-          «Γιατί;»
-          «Τι γιατί; Γιατί αυτό ξέρω. Ξέρω να τρώω και να σκαρφαλώνω στα φύλλα και στα κλαδιά. Έτσι, θέλω μεγαλύτερα και δυνατότερα πόδια, καθώς κι ένα τεράστιο στόμα, για να απολαμβάνω περισσότερο φαγητό.»
-          Χμμ… αυτό ακούγεται λογικό, μα εγώ δεν επιθυμώ τίποτα! Το να υπάρχεις απλώς και να χαίρεσαι το φαγητό και το σκαρφάλωμα μου μοιάζει αρκετό. Λες να είμαι προβληματική;…»
-          «Δεν ξέρω, μα αφού δεν θες να γίνεις δυνατότερη από μένα, θα παραμείνουμε καλές φίλες», είπε η πρώτη κάμπια και η φίλη της χάρηκε όταν το άκουσε. Μα αμέσως μετά ένιωσε πως κάτι εδώ δεν ήταν τελείως σωστό…
Καθώς περνούσε ο καιρός, η πρώτη κάμπια αγωνιζόταν να τρώει όλο και περισσότερο, ακόμη κι όταν δεν πεινούσε. Έβαζε στόχους, όπως : «σήμερα θα φάω δέκα φύλλα. Αύριο θα φάω δώδεκα. Μεθαύριο…». Και τους πετύχαινε συνεχώς. Το σώμα της είχε φουσκώσει, τα πόδια της είχαν δυναμώσει απ’ την προσπάθεια και το στόμα της είχε γίνει τεράστιο. Έμοιαζε πια σχεδόν τρομακτική! Η φίλη της την παρατηρούσε όλο περιέργεια. Την έβλεπε ως τη δυνατότερη κάμπια του δέντρου που είχε αρχίσει να κάνει κουμάντο σε όλα τα υπόλοιπα έντομα, μα της έμοιαζε δυστυχισμένη μέσα στη θλιμμένη επιθετικότητά της. Η ίδια δεν ανησυχούσε κι  ένιωθε με μια παράξενη βεβαιότητα πως η γαλήνη της ήταν ο προάγγελος του Αγνώστου. Κάτι καινούργιο θα την επισκεπτόταν, δίχως να το περιμένει ή να το ζητά. Απλώς, θα ερχόταν.
Πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής τους, η δυνατή κάμπια ήταν πια καταβεβλημένη απ’ το πάχος και την δυσκινησία που της χάριζε το παραπανήσιο βάρος και το σκληρό της δέρμα. Η κούραση της επιθυμίας και του αδιάκοπου αγώνα για όλο και περισσότερο είχε στραγγίξει από μέσα της όλη της την ζωντάνια. Έτσι, ένα πρωινό την βρήκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ακίνητη σαν άγαλμα πάνω σ’ ένα μισοφαγωμένο φύλλο, την ίδια στιγμή που η φίλη της, ακολουθώντας μια πρωτόγνωρη παρόρμηση, έκλεινε τον εαυτό της επιδέξια μέσα σ’ ένα περίεργο κουκούλι…

 
 
      Το ψαράκι δεν ξέρει γιατί διηγήθηκε αυτή την ιστορία. Δεν είχε δει ποτέ του κάμπια, μα κάτι του έλεγε πως οι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να τις ζηλεύουν! Θα μπορούσε να κάνει και λάθος, μα του φαίνεται μάλλον απίθανο...