Ήταν
το τραγούδι που αγαπήθηκε περισσότερο απ’ όλα μέσα στο ρου των αιώνων. Και δεν
είχε καν μελωδία! Μόνο ρυθμό, που μεταβαλλόταν ακαριαία, μα συνάμα ομαλά και περίτεχνα.
Ο τζίτζικας ήταν πολύ κουρασμένος. Το ασταμάτητο τερέτισμά του, είχε διαρκέσει σχεδόν
το μισό καλοκαίρι κι εκείνος πλησίαζε στο τέλος της ζωής του. Και είχε
προσφέρει το έργο του στη φύση επάξια. Η εξάντλησή του συνδυαζόταν με ένα
αίσθημα πληρότητας. Η συχνότητα που εξέπεμπε με πάθος είχε συμβάλλει δραστικά
στην ενεργειακή εξισορρόπηση του περιβάλλοντος χώρου και είχε βοηθήσει όλα τα
ζωντανά πλάσματα να λειτουργήσουν αρμονικά, παρά την αφόρητη ζέστη. Αυτός άλλωστε
ήταν κι ο λόγος που αναπτυσσόταν επίπονα για τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέσα στο
χώμα, ώστε να τραγουδήσει τελικά για λιγότερο από ενάμιση μήνα! Ο ίδιος ένιωθε
πως άξιζε τον κόπο, και σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι. Ή, μάλλον, σχεδόν όλοι…
---<>--<>--<>--<>---
Το
μυρμήγκι κουβαλούσε με κόπο ένα δυσανάλογο με το μέγεθός του κομμάτι τροφής. Το
καλοκαίρι τελείωνε και η αποθήκη της φυλής του έπρεπε να γεμίσει. Δεν αποδεχόταν
το θάνατο, έπρεπε πάση θυσία να επιβιώσει τον δύσκολο χειμώνα που ερχόταν. Έπρεπε να συνεχίσει σε πείσμα όλων κι εναντίον
όλων, αν χρειαζόταν. Κι αυτός ο ανόητος ο τζίτζικας τον είχε ζαλίσει με το
επίμονο τραγούδι του. Έμοιαζε στ’ αυτιά του σα να κορόιδευε μια τιτάνια
προσπάθεια. Κάτι ήξεραν οι άνθρωποι που τον αποκαλούσαν τεμπέλη! «Δεν θα έρθουν
τα πρώτα κρύα; Ας τολμήσει να ζητήσει φαγητό και τα λέμε!», μονολόγησε με
ικανοποίηση.
Η υπόλοιπη ιστορία είναι, λίγο πολύ, γνωστή σε όλους
μας…
Το ψαράκι ένιωθε πολύ τυχερό που οι φίλοι
του οι άνθρωποι δεν το έλεγαν “τεμπέλη”. Βλέπετε, όσες φορές κι αν προσπάθησε
να βρει μέσα στη γυάλα κάτι να κουβαλήσει, δεν τα κατάφερε!