Πόσο εύκολο είναι να γίνεις φίλος με ένα ψαράκι! Δεν σε ενοχλεί ποτέ και δεν θυμάται όλες εκείνες τις φορές που το ενόχλησες εσύ, επίτηδες ή κατά λάθος. Ένας αληθινά πιστός φιλαράκος που δεν χάνεται ποτέ όταν τον έχεις ανάγκη, ακόμη κι αν μοιάζει να σπρώχνει το γυαλί απεγνωσμένα! Πάντα πρόθυμος να ακούσει σιωπηλά, υπομονετικά και με κατανόηση το πρόβλημά σου χωρίς να κρατήσει ποτέ "μούτρα" για την ιδιαίτερη συμπεριφορά σου!
Κι αν, έτσι από τύχη, είσαι ποτέ το ίδιο σιωπηλός μαζί του, ίσως να νιώσεις βαθιά μέσα σου τις ιστορίες που σου ψιθυρίζει.

Από καρδιά σε καρδιά...




Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Τα δώρα του ανθρώπου


Τα φύλλα του καθρέφτιζαν το πιο ζωντανό πράσινο από τα χρώματα της ίριδας. Το μεγαλόπρεπο φως του ήλιου δεν σκόπευε να χωριστεί, μα μόνο το πιο πράσινο μέρος του κατάφερνε συνεχώς να δραπετεύει από τη δυνατή ομορφιά αυτού του δέντρου. Ίσως και λίγο απ’ το γήινο καφετί του λυγερού κορμού του. Για να καταπλήξουν τα ανθρώπινα μάτια.
            Τα κλαδιά του σήκωναν τον ουρανό πολύ ψηλά, θαρρείς δίχως δυσκολία, αφού ταυτόχρονα παιχνίδιζαν με τον φιλικό άνεμο. Η περηφάνια του ήταν παράξενη. Δεν έμοιαζε κλειστή, εγωκεντρική, ανθρώπινη. Ήταν σαν μια βαθιά αξιοπρέπεια πέρα από κάθε μέτρηση, πέρα από κάθε κανόνα και νόμο. Δύναμη και τρωτότητα συνεργάζονταν μπροστά στα μάτια σου, παρόλο που αδυνατούσαν να συνυπάρξουν μέσα στο μυαλό σου. Μόνο στη σιωπή υπήρχε χώρος για τόση ομορφιά και αγνή καλοσύνη.
            Όμως, άνθρωπε, δεν άντεξες άλλο τη σιωπή και του μίλησες:
«Τι υπέροχο δέντρο που είσαι! Κρίμα κάτι τόσο μεγαλόπρεπο και δυνατό να είναι τελείως άχρηστο…»
«Τι εννοείς;» απάντησε εκείνο, όλο απορία.
«Να, σε τι χρησιμεύεις στον εαυτό σου αλλά και στους άλλους; Δεν κάνεις τίποτα. Απλώς υπάρχεις! Κάποτε εμείς οι άνθρωποι πιστεύαμε ότι μας δίνεις το οξυγόνο που αναπνέουμε, μέχρι που ανακαλύψαμε πως το 90% του οξυγόνου στη Γη προέρχεται από τη θάλασσα. Δυστυχώς, είσαι τελείως άχρηστο!»
Τα φύλλα του θάμπωσαν μέσα σε μία μόνο στιγμή. Θα ορκιζόσουν ότι ζάρωσαν κιόλας, αν δεν πίστευες πως ήταν αδύνατο. Μια ακαθόριστη αλλαγή συνέβη στο χώρο. Τα κλαδιά έμοιαζαν να αντιστέκονται στον άνεμο και να μην συνεργάζονται πια μαζί του. Το δέντρο μετατράπηκε ξαφνικά σε εμπόδιο. Δεν ήταν πια κομμάτι του ουρανού, αλλά σαν μια τεράστια σκεπή (=σκέψη;) σου έκρυβε την αιώνια εναλλαγή του γαλάζιου φόντου με τα γκριζόλευκα σύννεφα.
Η σκιά εξαπλώθηκε γρήγορα και στα γύρω δέντρα. Σύντομα ο χώρος δεν ήταν πια φιλόξενος, αλλά βαρύς και παράξενα σκοτεινός. Τα δέντρα έψαχναν το νόημα της ζωής τους, με όρους χρησιμότητας. Αυτό ήταν το πρώτο δώρο του ανθρώπου.
Το μικρό δάσος γρήγορα μαράζωσε. Ούτε ο λαμπερός ήλιος, ούτε οι ποτιστικές βροχές κατάφερναν να το ζωντανέψουν, όσο κι αν προσπαθούσαν. Ήταν ένα βάσανο που όφειλε να τελειώσει. Και, πράγματι, η λύτρωση δεν άργησε να έρθει. Μια γιορτή στήθηκε στο δάσος. Ήταν η τελευταία γιορτή. Το πρόβλημα είχε λυθεί οριστικά. Τα δέντρα φώναζαν ευχαριστημένα το ένα στο άλλο: «Επιτέλους, βρήκαμε το νόημα της ζωής. Βρήκαμε τη χρησιμότητά μας. Η αναζήτησή μας τελείωσε. Ανακαλύψαμε τη θέση μας στην κοινωνία. Έρχονται οι ξυλοκόποι!»
Αυτό ήταν το δεύτερο δώρο του ανθρώπου. Και η μόλυνση της ψυχολογικής μέτρησης συνέχιζε να εξαπλώνεται…
Το ψαράκι αφιερώνει την παραπάνω φανταστική ιστορία στους ανθρώπους που νιώθουν, είτε καθόλου χρήσιμοι, είτε πολύ χρήσιμοι στην κοινωνία που οι ίδιοι έχουν φτιάξει (χρήση=χρήμα;). Ελπίζει ειλικρινά να μην φέρει μελαγχολία, μα, ίσως, τη χαρά μιας ανακάλυψης.
(Το ψαράκι δανείστηκε την πρώτη εικόνα από τον καλλιτέχνη CAMartin. Δες: https://camartin.deviantart.com/art/Odd-Forest-The-Goldfish-Tree-60787666)
 


Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Τόπος της Αγάπης



     Τα ματάκια του έλαμπαν κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Είχε κουκουλωθεί μέχρι πάνω και οι δυο μικρές φλογίτσες μαρτυρούσαν την προσπάθεια που κατέβαλλε να βγει από τη δύσκολη θέση. Να λύσει το πρόβλημα με περισσή πονηράδα.
  -  Μπαμπά, δεν μπορώ να κοιμηθώ…
  -  Μα είναι αργά και αύριο έχεις σχολείο.

      Το ήξερε. Ήταν ο κανόνας που έπρεπε να νικηθεί. Ο καθημερινός του αντίπαλος.
  -  Πες μου ένα παραμύθι, σε παρακαλώ…
 
  -  Χμμ… Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα σου μιλήσω για τον Τόπο της Αγάπης.

  -  Τον Τόπο της Αγάπης;

  -  Ναι. Ο Τόπος της Αγάπης είναι ο τόπος που πηγαίνουν όοολοι οι άνθρωποι όταν κοιμούνται βαθιά. Εκεί υπάρχει μόνο Αγάπη και τίποτα άλλο. Αγάπη και απέραντη ομορφιά…

     Ένα κεφαλάκι ξεμύτισε όλο απορία. Γνήσια και γλυκιά απορία, ανάκατη με μια αυθόρμητη αμφιβολία.
  -  Και που είναι αυτός ο τόπος;

  -  Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι πηγαίνουμε εκεί κάθε βράδυ που κοιμόμαστε. Στον βαθύ ύπνο, μετά τα όνειρα. Άλλωστε κάθε βράδυ πηγαίνεις κι εσύ εκεί.

  -  Μα δεν θυμάμαι τίποτα!

     Η έκπληξη και η ξαφνική διέγερση έστειλαν τη βραδινή χαλάρωση για περίπατο, και μάλιστα μακρινό. Ας είναι…
  -  Χμμ… Μπορείς να θυμηθείς την Αγάπη;

  -   …………………..

  -  Θυμάσαι τι παιχνίδι παίξατε σήμερα το πρωί στο σχολείο;

  -  Ναι.

  -  Το παιχνίδι αυτό ήταν ένα γεγονός που το θυμάσαι γιατί είναι κομμάτι από τη μνήμη σου, γιατί τώρα είναι παλιό. Παρελθόν. Θυμόμαστε μόνο ότι είναι παλιό. Όμως η Αγάπη είναι πάντα καινούργια. Απλώς τη ζεις μόνο στο "τώρα".

  -  Τι εννοείς;

  -  Μπορείς να θυμηθείς πόσο με αγαπούσες προχθές;  Ή μπορείς να μου πεις : "Μπαμπά, ξέχασα να σε αγαπήσω σήμερα, θύμησέ μου να σε αγαπήσω αύριο";

  -  Αυτό είναι χαζό!

  -  Είδες; Δεν μπορείς να θυμάσαι την Αγάπη, δεν γίνεται δική σου και δική μου. Μονάχα τη νιώθεις, να σε πλημμυρίζει, να σε οδηγεί…

      Οι δυο φλογίτσες θέριεψαν για μια ατελείωτη στιγμή. Μια στιγμή που το Εγώ και το Εσύ δεν υπήρχαν. Μόνο αγάπη και σιωπή. Οι λέξεις έμοιαζαν ξένες, όσο καλοδιαλεγμένες κι αν ήταν. Η ξαφνική κατανόηση εκτόνωσε την ένταση με τη δική της ιδιαίτερη ενέργεια. Τη χαρά μιας νέας μεγάλης ανακάλυψης. Ενός Τόπου που είναι παντού και πουθενά, όπου όλα είναι Ένα, ένας παλμός Αγάπης κι ευτυχίας. Όπου η μνήμη και η σκέψη δεν έχουν καμία θέση.

  -  Κοιμήσου τώρα γλυκέ μου και θα συναντηθούμε στον Τόπο της Αγάπης.

     Ο νους αφέθηκε ελεύθερος να ησυχάσει. Οι σκέψεις εγκατέλειψαν την αέναη κίνησή τους αδιαμαρτύρητα. Τα ματάκια έκλεισαν, με ένα γλυκό στοματάκι να σε αφοπλίζει πριν σιγήσει για τη νύχτα:

  -  Μπαμπάκα, είμαι ήδη εκεί…
     
Ήταν ένας μαγικός, δίχως όνειρα, ύπνος.