Πόσο εύκολο είναι να γίνεις φίλος με ένα ψαράκι! Δεν σε ενοχλεί ποτέ και δεν θυμάται όλες εκείνες τις φορές που το ενόχλησες εσύ, επίτηδες ή κατά λάθος. Ένας αληθινά πιστός φιλαράκος που δεν χάνεται ποτέ όταν τον έχεις ανάγκη, ακόμη κι αν μοιάζει να σπρώχνει το γυαλί απεγνωσμένα! Πάντα πρόθυμος να ακούσει σιωπηλά, υπομονετικά και με κατανόηση το πρόβλημά σου χωρίς να κρατήσει ποτέ "μούτρα" για την ιδιαίτερη συμπεριφορά σου!
Κι αν, έτσι από τύχη, είσαι ποτέ το ίδιο σιωπηλός μαζί του, ίσως να νιώσεις βαθιά μέσα σου τις ιστορίες που σου ψιθυρίζει.

Από καρδιά σε καρδιά...




Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Το τζιτζίκι και το μυρμήγκι


       Ήταν το τραγούδι που αγαπήθηκε περισσότερο απ’ όλα μέσα στο ρου των αιώνων. Και δεν είχε καν μελωδία! Μόνο ρυθμό, που μεταβαλλόταν ακαριαία, μα συνάμα ομαλά και περίτεχνα. Ο τζίτζικας ήταν πολύ κουρασμένος. Το ασταμάτητο τερέτισμά του, είχε διαρκέσει σχεδόν το μισό καλοκαίρι κι εκείνος πλησίαζε στο τέλος της ζωής του. Και είχε προσφέρει το έργο του στη φύση επάξια. Η εξάντλησή του συνδυαζόταν με ένα αίσθημα πληρότητας. Η συχνότητα που εξέπεμπε με πάθος είχε συμβάλλει δραστικά στην ενεργειακή εξισορρόπηση του περιβάλλοντος χώρου και είχε βοηθήσει όλα τα ζωντανά πλάσματα να λειτουργήσουν αρμονικά, παρά την αφόρητη ζέστη. Αυτός άλλωστε ήταν κι ο λόγος που αναπτυσσόταν επίπονα για τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέσα στο χώμα, ώστε να τραγουδήσει τελικά για λιγότερο από ενάμιση μήνα! Ο ίδιος ένιωθε πως άξιζε τον κόπο, και σ’ αυτό συμφωνούσαν όλοι. Ή, μάλλον, σχεδόν όλοι…
---<>--<>--<>--<>---
      Το μυρμήγκι κουβαλούσε με κόπο ένα δυσανάλογο με το μέγεθός του κομμάτι τροφής. Το καλοκαίρι τελείωνε και η αποθήκη της φυλής του έπρεπε να γεμίσει. Δεν αποδεχόταν το θάνατο, έπρεπε πάση θυσία να επιβιώσει τον δύσκολο χειμώνα που ερχόταν.  Έπρεπε να συνεχίσει σε πείσμα όλων κι εναντίον όλων, αν χρειαζόταν. Κι αυτός ο ανόητος ο τζίτζικας τον είχε ζαλίσει με το επίμονο τραγούδι του. Έμοιαζε στ’ αυτιά του σα να κορόιδευε μια τιτάνια προσπάθεια. Κάτι ήξεραν οι άνθρωποι που τον αποκαλούσαν τεμπέλη! «Δεν θα έρθουν τα πρώτα κρύα; Ας τολμήσει να ζητήσει φαγητό και τα λέμε!», μονολόγησε με ικανοποίηση.
      Η υπόλοιπη ιστορία είναι, λίγο πολύ, γνωστή σε όλους μας…


      Το ψαράκι ένιωθε πολύ τυχερό που οι φίλοι του οι άνθρωποι δεν το έλεγαν “τεμπέλη”. Βλέπετε, όσες φορές κι αν προσπάθησε να βρει μέσα στη γυάλα κάτι να κουβαλήσει, δεν τα κατάφερε!
 

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Ο λαγός και η χελώνα



          Τα πίσω πόδια του ήταν μακριά και δυνατά. Η ταχύτητα που του έδιναν αντιστάθμιζε, σε μεγάλο βαθμό, τη δύναμη και την αγριότητα των θηρευτών του. Ήταν δύσκολο θήραμα, κάτι που τον γέμιζε περηφάνια κάθε βράδυ που επέστρεφε στο λαγούμι του. Ήταν παράξενη αυτή η σκοτεινή και υγρή αίσθηση ασφάλειας που τον πλημμύριζε όταν λούφαζε βαθιά μέσα στη γη. Ήταν σα μια επιστροφή στη μήτρα, αφήνοντας απ’ έξω τον μοναδικό του φίλο, τον φόβο. Ανακούφιση και μοναξιά, μέχρι το επόμενο πρωινό…
--<>--<>--<>--<>--
          Η χελώνα μόλις που πρόλαβε να δει το λαγό να χώνεται στην τρύπα του ανάμεσα στα χόρτα, με τη βιασύνη του φόβου. Κοντοστάθηκε προβληματισμένη. Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα τόσο γρήγορο πλάσμα ήταν δέσμιο μιας τρύπας όταν έπεφτε η νύχτα. Όσο αστραπιαία κι αν έτρεχε όλη μέρα, γύριζε πάντα στο ίδιο σημείο. Έκανε κύκλους σε όλη του τη ζωή. Κύκλους, παρέα με τον αόρατο φίλο του.
          Κοίταξε το καβούκι της με ευγνωμοσύνη και μ’ ένα χελωνίσιο χαμόγελο συνέχισε τον αργόσυρτο βηματισμό της. Τελικά, πρέπει να πηγαίνεις αργά για να πας μακριά. Αργά και προσεκτικά. Με μια πλήρη μοναχικότητα που διώχνει μακριά κάθε μοναξιά. Η στιγμιαία κατανόηση αυτού του γεγονότος έφερε μια πηγαία χαρά, μια πρωτόγνωρη αίσθηση ζωντάνιας. Κι ας διαφωνούσαν μ’ αυτό όλοι οι λαγοί του κόσμου!

          Το ψαράκι ευχήθηκε να μπορούσε να σηκώσει τη γυάλα στην πλάτη του. Για να πάει που; Ίσως λίγο πιο πέρα από δω. Για κάποιο παράξενο λόγο, αυτό του φαινόταν αρκετό...


Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Οι δύο κάμπιες



Μια φορά κι έναν καιρό, πάνω σ’ ένα ψηλό πλατύφυλλο δέντρο, ζούσαν δύο κάμπιες. Ήταν πολύ μικρούλες όταν γνώρισαν η μια την άλλη και ξεκίνησαν μαζί να  ανακαλύπτουν τον θαυμάσιο κόσμο τους.
-          «Θέλω να γίνω μεγαλύτερη και δυνατότερη», είπε η μία κάμπια στην φίλη της.
-          «Γιατί;»
-          «Τι γιατί; Γιατί αυτό ξέρω. Ξέρω να τρώω και να σκαρφαλώνω στα φύλλα και στα κλαδιά. Έτσι, θέλω μεγαλύτερα και δυνατότερα πόδια, καθώς κι ένα τεράστιο στόμα, για να απολαμβάνω περισσότερο φαγητό.»
-          Χμμ… αυτό ακούγεται λογικό, μα εγώ δεν επιθυμώ τίποτα! Το να υπάρχεις απλώς και να χαίρεσαι το φαγητό και το σκαρφάλωμα μου μοιάζει αρκετό. Λες να είμαι προβληματική;…»
-          «Δεν ξέρω, μα αφού δεν θες να γίνεις δυνατότερη από μένα, θα παραμείνουμε καλές φίλες», είπε η πρώτη κάμπια και η φίλη της χάρηκε όταν το άκουσε. Μα αμέσως μετά ένιωσε πως κάτι εδώ δεν ήταν τελείως σωστό…
Καθώς περνούσε ο καιρός, η πρώτη κάμπια αγωνιζόταν να τρώει όλο και περισσότερο, ακόμη κι όταν δεν πεινούσε. Έβαζε στόχους, όπως : «σήμερα θα φάω δέκα φύλλα. Αύριο θα φάω δώδεκα. Μεθαύριο…». Και τους πετύχαινε συνεχώς. Το σώμα της είχε φουσκώσει, τα πόδια της είχαν δυναμώσει απ’ την προσπάθεια και το στόμα της είχε γίνει τεράστιο. Έμοιαζε πια σχεδόν τρομακτική! Η φίλη της την παρατηρούσε όλο περιέργεια. Την έβλεπε ως τη δυνατότερη κάμπια του δέντρου που είχε αρχίσει να κάνει κουμάντο σε όλα τα υπόλοιπα έντομα, μα της έμοιαζε δυστυχισμένη μέσα στη θλιμμένη επιθετικότητά της. Η ίδια δεν ανησυχούσε κι  ένιωθε με μια παράξενη βεβαιότητα πως η γαλήνη της ήταν ο προάγγελος του Αγνώστου. Κάτι καινούργιο θα την επισκεπτόταν, δίχως να το περιμένει ή να το ζητά. Απλώς, θα ερχόταν.
Πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής τους, η δυνατή κάμπια ήταν πια καταβεβλημένη απ’ το πάχος και την δυσκινησία που της χάριζε το παραπανήσιο βάρος και το σκληρό της δέρμα. Η κούραση της επιθυμίας και του αδιάκοπου αγώνα για όλο και περισσότερο είχε στραγγίξει από μέσα της όλη της την ζωντάνια. Έτσι, ένα πρωινό την βρήκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ακίνητη σαν άγαλμα πάνω σ’ ένα μισοφαγωμένο φύλλο, την ίδια στιγμή που η φίλη της, ακολουθώντας μια πρωτόγνωρη παρόρμηση, έκλεινε τον εαυτό της επιδέξια μέσα σ’ ένα περίεργο κουκούλι…

 
 
      Το ψαράκι δεν ξέρει γιατί διηγήθηκε αυτή την ιστορία. Δεν είχε δει ποτέ του κάμπια, μα κάτι του έλεγε πως οι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να τις ζηλεύουν! Θα μπορούσε να κάνει και λάθος, μα του φαίνεται μάλλον απίθανο...

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Τα δώρα του ανθρώπου


Τα φύλλα του καθρέφτιζαν το πιο ζωντανό πράσινο από τα χρώματα της ίριδας. Το μεγαλόπρεπο φως του ήλιου δεν σκόπευε να χωριστεί, μα μόνο το πιο πράσινο μέρος του κατάφερνε συνεχώς να δραπετεύει από τη δυνατή ομορφιά αυτού του δέντρου. Ίσως και λίγο απ’ το γήινο καφετί του λυγερού κορμού του. Για να καταπλήξουν τα ανθρώπινα μάτια.
            Τα κλαδιά του σήκωναν τον ουρανό πολύ ψηλά, θαρρείς δίχως δυσκολία, αφού ταυτόχρονα παιχνίδιζαν με τον φιλικό άνεμο. Η περηφάνια του ήταν παράξενη. Δεν έμοιαζε κλειστή, εγωκεντρική, ανθρώπινη. Ήταν σαν μια βαθιά αξιοπρέπεια πέρα από κάθε μέτρηση, πέρα από κάθε κανόνα και νόμο. Δύναμη και τρωτότητα συνεργάζονταν μπροστά στα μάτια σου, παρόλο που αδυνατούσαν να συνυπάρξουν μέσα στο μυαλό σου. Μόνο στη σιωπή υπήρχε χώρος για τόση ομορφιά και αγνή καλοσύνη.
            Όμως, άνθρωπε, δεν άντεξες άλλο τη σιωπή και του μίλησες:
«Τι υπέροχο δέντρο που είσαι! Κρίμα κάτι τόσο μεγαλόπρεπο και δυνατό να είναι τελείως άχρηστο…»
«Τι εννοείς;» απάντησε εκείνο, όλο απορία.
«Να, σε τι χρησιμεύεις στον εαυτό σου αλλά και στους άλλους; Δεν κάνεις τίποτα. Απλώς υπάρχεις! Κάποτε εμείς οι άνθρωποι πιστεύαμε ότι μας δίνεις το οξυγόνο που αναπνέουμε, μέχρι που ανακαλύψαμε πως το 90% του οξυγόνου στη Γη προέρχεται από τη θάλασσα. Δυστυχώς, είσαι τελείως άχρηστο!»
Τα φύλλα του θάμπωσαν μέσα σε μία μόνο στιγμή. Θα ορκιζόσουν ότι ζάρωσαν κιόλας, αν δεν πίστευες πως ήταν αδύνατο. Μια ακαθόριστη αλλαγή συνέβη στο χώρο. Τα κλαδιά έμοιαζαν να αντιστέκονται στον άνεμο και να μην συνεργάζονται πια μαζί του. Το δέντρο μετατράπηκε ξαφνικά σε εμπόδιο. Δεν ήταν πια κομμάτι του ουρανού, αλλά σαν μια τεράστια σκεπή (=σκέψη;) σου έκρυβε την αιώνια εναλλαγή του γαλάζιου φόντου με τα γκριζόλευκα σύννεφα.
Η σκιά εξαπλώθηκε γρήγορα και στα γύρω δέντρα. Σύντομα ο χώρος δεν ήταν πια φιλόξενος, αλλά βαρύς και παράξενα σκοτεινός. Τα δέντρα έψαχναν το νόημα της ζωής τους, με όρους χρησιμότητας. Αυτό ήταν το πρώτο δώρο του ανθρώπου.
Το μικρό δάσος γρήγορα μαράζωσε. Ούτε ο λαμπερός ήλιος, ούτε οι ποτιστικές βροχές κατάφερναν να το ζωντανέψουν, όσο κι αν προσπαθούσαν. Ήταν ένα βάσανο που όφειλε να τελειώσει. Και, πράγματι, η λύτρωση δεν άργησε να έρθει. Μια γιορτή στήθηκε στο δάσος. Ήταν η τελευταία γιορτή. Το πρόβλημα είχε λυθεί οριστικά. Τα δέντρα φώναζαν ευχαριστημένα το ένα στο άλλο: «Επιτέλους, βρήκαμε το νόημα της ζωής. Βρήκαμε τη χρησιμότητά μας. Η αναζήτησή μας τελείωσε. Ανακαλύψαμε τη θέση μας στην κοινωνία. Έρχονται οι ξυλοκόποι!»
Αυτό ήταν το δεύτερο δώρο του ανθρώπου. Και η μόλυνση της ψυχολογικής μέτρησης συνέχιζε να εξαπλώνεται…
Το ψαράκι αφιερώνει την παραπάνω φανταστική ιστορία στους ανθρώπους που νιώθουν, είτε καθόλου χρήσιμοι, είτε πολύ χρήσιμοι στην κοινωνία που οι ίδιοι έχουν φτιάξει (χρήση=χρήμα;). Ελπίζει ειλικρινά να μην φέρει μελαγχολία, μα, ίσως, τη χαρά μιας ανακάλυψης.
(Το ψαράκι δανείστηκε την πρώτη εικόνα από τον καλλιτέχνη CAMartin. Δες: https://camartin.deviantart.com/art/Odd-Forest-The-Goldfish-Tree-60787666)
 


Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Τόπος της Αγάπης



     Τα ματάκια του έλαμπαν κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Είχε κουκουλωθεί μέχρι πάνω και οι δυο μικρές φλογίτσες μαρτυρούσαν την προσπάθεια που κατέβαλλε να βγει από τη δύσκολη θέση. Να λύσει το πρόβλημα με περισσή πονηράδα.
  -  Μπαμπά, δεν μπορώ να κοιμηθώ…
  -  Μα είναι αργά και αύριο έχεις σχολείο.

      Το ήξερε. Ήταν ο κανόνας που έπρεπε να νικηθεί. Ο καθημερινός του αντίπαλος.
  -  Πες μου ένα παραμύθι, σε παρακαλώ…
 
  -  Χμμ… Θα κάνω κάτι καλύτερο. Θα σου μιλήσω για τον Τόπο της Αγάπης.

  -  Τον Τόπο της Αγάπης;

  -  Ναι. Ο Τόπος της Αγάπης είναι ο τόπος που πηγαίνουν όοολοι οι άνθρωποι όταν κοιμούνται βαθιά. Εκεί υπάρχει μόνο Αγάπη και τίποτα άλλο. Αγάπη και απέραντη ομορφιά…

     Ένα κεφαλάκι ξεμύτισε όλο απορία. Γνήσια και γλυκιά απορία, ανάκατη με μια αυθόρμητη αμφιβολία.
  -  Και που είναι αυτός ο τόπος;

  -  Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι πηγαίνουμε εκεί κάθε βράδυ που κοιμόμαστε. Στον βαθύ ύπνο, μετά τα όνειρα. Άλλωστε κάθε βράδυ πηγαίνεις κι εσύ εκεί.

  -  Μα δεν θυμάμαι τίποτα!

     Η έκπληξη και η ξαφνική διέγερση έστειλαν τη βραδινή χαλάρωση για περίπατο, και μάλιστα μακρινό. Ας είναι…
  -  Χμμ… Μπορείς να θυμηθείς την Αγάπη;

  -   …………………..

  -  Θυμάσαι τι παιχνίδι παίξατε σήμερα το πρωί στο σχολείο;

  -  Ναι.

  -  Το παιχνίδι αυτό ήταν ένα γεγονός που το θυμάσαι γιατί είναι κομμάτι από τη μνήμη σου, γιατί τώρα είναι παλιό. Παρελθόν. Θυμόμαστε μόνο ότι είναι παλιό. Όμως η Αγάπη είναι πάντα καινούργια. Απλώς τη ζεις μόνο στο "τώρα".

  -  Τι εννοείς;

  -  Μπορείς να θυμηθείς πόσο με αγαπούσες προχθές;  Ή μπορείς να μου πεις : "Μπαμπά, ξέχασα να σε αγαπήσω σήμερα, θύμησέ μου να σε αγαπήσω αύριο";

  -  Αυτό είναι χαζό!

  -  Είδες; Δεν μπορείς να θυμάσαι την Αγάπη, δεν γίνεται δική σου και δική μου. Μονάχα τη νιώθεις, να σε πλημμυρίζει, να σε οδηγεί…

      Οι δυο φλογίτσες θέριεψαν για μια ατελείωτη στιγμή. Μια στιγμή που το Εγώ και το Εσύ δεν υπήρχαν. Μόνο αγάπη και σιωπή. Οι λέξεις έμοιαζαν ξένες, όσο καλοδιαλεγμένες κι αν ήταν. Η ξαφνική κατανόηση εκτόνωσε την ένταση με τη δική της ιδιαίτερη ενέργεια. Τη χαρά μιας νέας μεγάλης ανακάλυψης. Ενός Τόπου που είναι παντού και πουθενά, όπου όλα είναι Ένα, ένας παλμός Αγάπης κι ευτυχίας. Όπου η μνήμη και η σκέψη δεν έχουν καμία θέση.

  -  Κοιμήσου τώρα γλυκέ μου και θα συναντηθούμε στον Τόπο της Αγάπης.

     Ο νους αφέθηκε ελεύθερος να ησυχάσει. Οι σκέψεις εγκατέλειψαν την αέναη κίνησή τους αδιαμαρτύρητα. Τα ματάκια έκλεισαν, με ένα γλυκό στοματάκι να σε αφοπλίζει πριν σιγήσει για τη νύχτα:

  -  Μπαμπάκα, είμαι ήδη εκεί…
     
Ήταν ένας μαγικός, δίχως όνειρα, ύπνος.